- ιστιοφόρος
- Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το μήκος του φτάνει τα 3,5 μ. και το βάρος του περίπου τα 90 κιλά. Ανάμεσα στα είδη του ι. συγκαταλέγονται ο gladius που απαντάται στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό και ο americanus που απαντάται στον Ατλαντικό.
* * *-ο(ΑΜ ἱστιοφόρος, -ον)αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί ιστία, πανιά (α. «ἱστιοφόρος ναῡς» β. «ιστιοφόρος ναυτιλία»)2. το ουδ. ως ουσ. το ιστιοφόρο(ν)πλοίο με πανιά, πλοίο που κινείται με ιστία, καράβι, καΐκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος, υδρο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.