ιστιοφόρος

ιστιοφόρος
Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το μήκος του φτάνει τα 3,5 μ. και το βάρος του περίπου τα 90 κιλά. Ανάμεσα στα είδη του ι. συγκαταλέγονται ο gladius που απαντάται στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό και ο americanus που απαντάται στον Ατλαντικό.
* * *
-ο
(ΑΜ ἱστιοφόρος, -ον)
αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί ιστία, πανιά (α. «ἱστιοφόρος ναῡς» β. «ιστιοφόρος ναυτιλία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ιστιοφόρο(ν)
πλοίο με πανιά, πλοίο που κινείται με ιστία, καράβι, καΐκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος, υδρο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γιοτ — το θαλαμηγός ιστιοφόρος ή μηχανοκίνητος, σκάφος αναψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) yacht] …   Dictionary of Greek

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφορία — η το σύνολο τών ιστίων ενός πλοίου, μαζί με τα σχοινιά που φέρουν τα ιστία ή που χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό τους, κν. βελάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφορίδες — Οικογένεια τελεόστεων ψαριών της τάξης των περκομόρφων που χαρακτηρίζονται από το μακρύ τους σαγόνι και το μεγάλο σωματικό τους μέγεθος. Το αντιπροσωπευτικό γένος ιστιοφόρος περιλαμβάνει επτά είδη των θερμών θαλασσών και ένα της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”